-
1 εξυπηρετεω
быть к услугам, повиноваться(κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν Soph.; ταῖς ὁρμαῖς Plut.)
τῇ ἑαυτοῦ παρανομίᾳ ἐξυπηρετῶν Lys. — следуя своей преступной страсти
См. также в других словарях:
εξυπηρετώ — (AM ἐξυπηρετῶ, έω) προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.) μσν. στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου … Dictionary of Greek